- λελογχωμένῃ
- λογχόομαιto be furnished with a pointperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογχούμαι — λογχοῡμαι, όομαι (Α) [λόγχη] παθ. 1. είμαι εφοδιασμένος με λόγχη 2. είμαι στολισμένος με κάτι («στολὴ χρυσῷ λελογχωμένη», Ιω. Λυδ.) … Dictionary of Greek